θηλαστικό

θηλαστικό
mammifère

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • θηλαστικό — το ζώο μαστοφόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανάτος — Θηλαστικό της οικογένειας των τριχεχιδών, της τάξης των σειρηνιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Τrichechus manatus. Έχει χοντρό ατρακτοειδές σώμα, γκρίζου χρώματος, το οποίο καλύπτεται με αραιό τρίχωμα, και έχει μήκος έως 3,5 μ., ενώ… …   Dictionary of Greek

  • γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …   Dictionary of Greek

  • κάμηλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • κυναίλουρος ή τσιτάχ — Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Αcinonyx jubatus. Ο κ. έχει στικτό δέρμα, όπως η λεοπάρδαλη, μικρό στρογγυλό κεφάλι και τριάντα δόντια. Το τρίχωμά του είναι γκρίζο, ενώ τα… …   Dictionary of Greek

  • αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α …   Dictionary of Greek

  • βούβαλος — Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Από την Ινδία, όπου πρώτα εξημερώθηκε σε αρχαιότατα χρόνια, πέρασε στη Συρία και στις βαλτώδεις περιοχές της Ουγγαρίας και της Βαλκανικής. Ο β. εκτρέφεται για την… …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • αγγούτι ή αγούτι — Θηλαστικό τρωκτικό της οικογένειας των δασυπρωκτιδών. Έχει το μέγεθος του λαγού, δεν έχει ουρά, το τρίχωμά του είναι δασύ και χρυσαφί (λέγεται και χρυσόλαγος), τοπρόσωπό του μυτερό και τα αφτιά του μικρά. Τα πίσω πόδια είναι πιο ανεπτυγμένα από… …   Dictionary of Greek

  • ασβός — Θηλαστικό της τάξης των σαρκοφάγων, της οικογένειας των μουστελιδών. Έχει συνολικό μήκος 80 εκ., από τα οποία 20 εκ. είναι η ουρά. Ο α. έχει ύψος στο ακρώμιο περίπου 30 εκ. Το κεφάλι του είναι μακρύ και καταλήγει σε ρύγχος· έχει ισχυρά δόντια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”